μητέρα


μητέρα
Προφορά

Ετυμολογία
μητέρα αρχαία ελληνική μήτηρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μητέρα

✦ γυναίκα που απέκτησε παιδί, μάνα, μαμά
✦ θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει
(μτφ. ) πρόσωπο που περιβάλλει με στοργική φροντίδα άλλον ή άλλους: η Εκκλησία είναι η μητέρα των πιστών
(μτφ. ) χώρα, όπου επήγασε μια ιδέα: η Ελλάδα είναι η μητέρα της δημοκρατίας
✦ πρώτη αρχή, αιτία: αργία μήτηρ πάσης κακίας
✦ γενέτειρα, πατρίδα
✦ μητέρα γη, η Γη ως μητέρα όλων των έμψυχων και άψυχων
✦ μήτηρ των Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο· κ. στην υμνολογία, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων
✦ μητέρα γλώσσα, η γλώσσα από την οποία προήλθε άλλη ή άλλες γλώσσες
✦ βασίλισσα μητέρα, η βασιλομήτωρ

Συνώνυμα
κοιτίδα, λίκνο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.