μήτρα


μήτρα
Προφορά

Ετυμολογία
μήτρα αρχαία ελληνική μήτρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μήτρα

✦ το κοίλο όργανο της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών ζώων, όπου κυοφορείται το έμβρυο
✦ κοίλος τύπος που δίνει σχήμα ή μορφή σε εύτηκτες ή πλαστικές ουσίες, φόρμα, καλούπι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.