μετεκπαίδευση
Προφορά
Ετυμολογία
μετεκπαίδευση μετεκπαιδεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετεκπαίδευση
✦ ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση εργαζομένου για την απόκτηση σύγχρονων γνώσεων και μεθόδων άσκησης του επαγγέλματός του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–