μετεωρογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
μετεωρογράφος μετέωρος + γράφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μετεωρογράφος
✦ όργανο για την αυτόματη καταγραφή των ημερήσιων μεταβολών της ατμοσφαιρικής πίεσης, της θερμομετρικής κατάστασης και της υγρασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–