μεσοαστή
Προφορά
Ετυμολογία
μεσοαστή μέσος + αστός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεσοαστή
✦ θηλ. μεσοαστή αυτός που ανήκει στη μεσαία αστική τάξη: βολεμένοι μεσοαστοί που οδηγούνται κάποτε στην απελπισία (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–