μεσεγγύηση
Προφορά
Ετυμολογία
μεσεγγύηση μέσος + εγγύησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεσεγγύηση
✦ (νομ.) ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται σε τρίτον (τον μεσεγγυητή) για φύλαξη, ωσότου να λυθεί η διαφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–