μεσημεριάτικος
Προφορά
Ετυμολογία
μεσημεριάτικος μεσημέρι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεσημεριάτικος -η, -ο
✦ ο του μεσημεριού, μεσημεριανός: κάτω από τα δέντρα, στη βαριά… τη μεσημεριάτικη σκιά (Ρ. Αποστολίδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μεσημεριάτικα, μέσα στο μεσημέρι:ήρθε μεσημεριάτικα ακάλεστος