μεσημβρινός


μεσημβρινός
Προφορά

Ετυμολογία
μεσημβρινός αρσ. του αρχαίου ελληνικού επιθ. μεσημβρινός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεσημβρινός

✦ μέγιστος κύκλος της γήινης σφαίρας, που περνά από τους πόλους και είναι κάθετος στο επίπεδο του ισημερινού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.