μεσίτρια
Προφορά
Ετυμολογία
μεσίτρια μεταγενέστερη ελληνική μεσίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεσίτρια
✦ θηλ. μεσίτρα κ. μεσίτρια (Κ -τις, -τιδος) επαγγελματίας μεσολαβητής, που διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες, μισθώσεις, συνοικέσια κτλ.
✦ (γεν.) πρόσωπο που φέρνει σε επαφή άλλα πρόσωπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–