μελάσα


μελάσα
Προφορά

Ετυμολογία
μελάσα └ιταλ┘melassa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μελάσα

✦ υγρό υπόλειμμα που απομένει μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από τα ζαχαρότευτλα ή το ζαχαροκάλαμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.