μέλι
Προφορά
Ετυμολογία
μέλι αρχαία ελληνική μέλι
Ερμηνεία
μέλι
✦ (Κ μέλι, -ιτος) ημίρρευστο σακχαρούχο προϊόν που παράγουν οι μέλισσες: είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού βαθιά στον ουρανίσκο (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (συνεκδ.) πολύ γλυκός ή πολύ ευχάριστος
✦ φρ. όλα μέλι γάλα, όταν επέρχεται συμφιλίωση μετά από καβγά – ταξίδι του μέλιτος, το ταξίδι των νεονύμφων αμέσως μετά από το γάμο τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–