μαγνητογεννήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
μαγνητογεννήτρια μαγνήτης + γεννήτρια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαγνητογεννήτρια
✦ γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος στην οποία το επαγωγικό ρεύμα παράγεται από μαγνητικό πεδίο που προκαλείται από μόνιμο μαγνήτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–