μαγκιόρος


μαγκιόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαγκιόρος └ιταλ┘maggiore

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαγκιόρος

✦ θηλ. μαγκιόρα κ. μαγκιόρισσα για πρόσ. που μπορεί και επιτυγχάνει και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξιος, καπάτσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.