μαγειρεύω


μαγειρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μαγειρεύω μεταγενέστερη ελληνική μαγειρεύω

Ερμηνεία
μαγειρεύω

✦ κ. μαγερεύω ρ. (μαγείρ-εψα, -εύτηκα, -εμένος) παρασκευάζω φαγητό με ψήσιμο, βρασμό κτλ.
(μτφ. ) μηχανορραφώ, δολοπλοκώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.