μαγειρίτσα


μαγειρίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
μαγειρίτσα υποκορ. του μεταγενέστερη ελληνική μαγειρεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαγειρίτσα

✦ είδος σούπας με εντόσθια αρνιού, που συνηθίζεται για το δείπνο μετά την Ανάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.