μαγείρευμα
Προφορά
Ετυμολογία
μαγείρευμα μεταγενέστερη ελληνική μαγείρευμα
Ερμηνεία
μαγείρευμα
✦ η παρασκευή φαγητών: έστησε το πήλινο τσουκάλι, έριξε μέσα νερό, κρεμμύδι, ντομάτα, ρύζι κι άρχισε το μαγέρεμα (Ν. Καζαντζάκης)
✦ το μαγειρεμένο φαγητό
✦ (μτφ. ) δολοπλοκία, μηχανορραφία: τώρα, με τις επικείμενες εκλογές, άρχισαν τα διάφορα μαγειρέματα για συμπράξεις και τα γνωστά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–