μέσο
Προφορά
Ετυμολογία
μέσο αρχαία ελληνική μέσον, └ουδ┘ του επιθέτου μέσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μέσο
✦ ο χώρος ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα
✦ σημείο που απέχει σχεδόν το ίδιο από δύο τοπικά ή χρονικά όρια
✦ καθετί που βοηθά αποτελεσματικά στην επιτυχία ενός σκοπού ή έργου (όργανο κατάλληλο, πρόσωπο ισχυρό, χρήματα, πόροι): το εμπόριο, παιδί μου,.. δεν είναι μόνο μέσο για να γίνεις πλούσιος (Πετσάλης-Διομήδης) – η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθεί τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. έχει τα μέσα, διαθέτει ισχυρούς υποστηρικτές ώστε να επιτύχει το σκοπό του
✦ (μτφρ. του λατιν. medium) κάθε τμήμα ενός συστήματος για τη μετάδοση πληροφοριών: η τηλεόραση είναι αποτελεσματικό μέσο διαφήμισης
✦ μέσα μαζικής ενημέρωσης, τύπος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ως μέσα επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων
✦ μέσα μεταφοράς – μεταφορικά μέσα, οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ανθρώπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–