λούζω
Προφορά
Ετυμολογία
λούζω ἔλουσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού λούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λούζω
✦ βυθίζω το σώμα σε νερό ή πλένω με άφθονο νερό το σώμα ή μέλη του
✦ (μτφ. ) καθυβρίζω, περιλούζω: φρ. τα λούστηκα, άκουσα λοιδορίες ή βρισιές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–