λουλάκι
Προφορά
Ετυμολογία
λουλάκι μεσαιωνική ελληνική λουλάκιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λουλάκι
✦ χρωστική ουσία γαλάζια, που βγαίνει από το τροπικό φυτό ινδικόν: πα’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά στη βάψη από λουλάκι (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–