λογικό


λογικό
Προφορά

Ετυμολογία
λογικό αρχαία ελληνική λογικόν, └ουδ┘ του επιθέτου λογικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λογικό

✦ η λογική σκέψη
✦ ο νους (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε – έλα στα λογικά σου, σύνελθε, σκέψου σωστά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.