λιχνιστικός


λιχνιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
λιχνιστικός λιχνιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιχνιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο λίχνισμα ή που χρησιμεύει στο λίχνισμα: λιχνιστική μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.