λογιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
λογιάζω λογίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λογιάζω
✦ λογαριάζω, σκέφτομαι: αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε (Κ. Βάρναλης)
✦ (παθ.) λογιάζομαι ή λογιέμαι, θεωρούμαι: ο στρατιώτης ο Έλληνας λογιέται αρχιτεχνίτης (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–