λοβός
Προφορά
Ετυμολογία
λοβός αρχαία ελληνική λοβός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λοβός
✦ το σαρκώδες κάτω μέρος του αφτιού
✦ τμήμα οργάνου του σώματος που χωρίζεται με βαθιά σχισμή
✦ (βοταν.) η σποροθήκη
✦ (αρχιτ.) το μικρό τόξο των αψίδων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–