λιώνω


λιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
λιώνω μεταγενέστερη ελληνική λειῶ (=κάνω κάτι λείο)

Ερμηνεία
ρήμα λιώνω

✦ υγροποιώ, ρευστοποιώ
✦ πολτοποιώ
✦ φθείρω, καταστρέφω με την τριβή ή την πολλή χρήση
(μτφ. ) κουράζω, εξαντλώ
✦ (αμτβ.) υγροποιούμαι, πολτοποιούμαι, ρευστοποιούμαι ή φθείρομαι
✦ (κ. μτφ.) κατεξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.