λεβιές
Προφορά
Ετυμολογία
λεβιές └γαλλ┘ levier
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λεβιές
✦ ο μοχλός
✦ όργανο μηχανής ή μηχανισμού με το χειρισμό του οποίου επιτυγχάνεται η λειτουργία ή ο έλεγχός τους: ο λεβιές του αυτοκινήτου (ο μοχλός του κιβωτίου ταχυτήτων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–