λεγεώνα
Προφορά
Ετυμολογία
λεγεώνα μεταγενέστερη ελληνική λεγεών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λεγεώνα
✦ στρατιωτικό σώμα των αρχαία ελληνική Ρωμαίων, που αποτελούνταν από 6.000 άνδρες
✦ (νεότ.) μονάδα, από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους
✦ (μτφ. ) μεγάλο πλήθος: κουβάλησε ολόκληρη λεγεώνα οπαδών για να τον χειροκροτούνε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–