λαχούρι
Προφορά
Ετυμολογία
λαχούρι └τουρκ┘lahuri
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λαχούρι
✦ είδος λεπτού, μεταξωτού υφάσματος, με αργυρά ή χρυσά κεντήματα, κατάλληλο για γυναικείο σάλι: μια γερόντισσα, με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο (Οδ. Ελύτης)
✦ το χαρακτηριστικό σχέδιο που υπάρχει στο ύφασμα αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–