λαχαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
λαχαίνω ἔλαχα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού λαγχάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λαχαίνω
✦ συναντώ
✦ (ως απρόσ.) λαχαίνει, συμβαίνει κατά τύχη: λαχαίνει κάπου κάπου να τον ανταμώνω – δε μου έλαχε ποτέ τέτοιο πράμα
✦ φρ. όπως λάχει, χωρίς επιλογή, όπως κι αν είναι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–