λακριντί


λακριντί
Προφορά

Ετυμολογία
λακριντί └τουρκ┘lâkιrdι (=συνομιλία, φλυαρία)

Ερμηνεία
λακριντί

✦ κουβεντολόι: στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.