λάιτμοτίφ


λάιτμοτίφ
Προφορά

Ετυμολογία
λάιτμοτίφ └γερμ┘ Leitmotiv

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το λάιτμοτίφ

✦ μουσικό οδηγητικό θέμα
(μτφ. ) φράση ή σχήμα που επανέρχεται πολλές φορές στο λόγο ή σε λογοτεχνικό έργο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.