λακκάκια
Προφορά
Ετυμολογία
λακκάκια λακκάκι, υποκοριστικό του ουσιαστικού λάκκος
Ερμηνεία
λακκάκια
✦ ουσ. μικρές λακκούβες που σχηματίζονται στα μάγουλα με το γέλιο, γελασίνοι: έσβησε και τ’ άσβηστα του γέλιου σου λακκάκια (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–