λακ


λακ
Προφορά

Ετυμολογία
λακ └γαλλ┘ laque

Ερμηνεία
λακ

✦ άκλ. ουσ. καλλυντικό προϊόν της κομμωτικής, σε υγρή μορφή, με το οποίο ψεκάζουν τα μαλλιά για να τα σταθεροποιήσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.