λαιμός
Προφορά
Ετυμολογία
λαιμός αρχαία ελληνική λαιμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαιμός
✦ το τμήμα του σώματος που ενώνει το κεφάλι με το θώρακα: άσπρος τόσο, μήτε κρίνος ο λαιμός (Μ. Μαλακάσης)
✦ φρ. με πήρε στο λαιμό του, έγινε αιτία να πάθω κακό – μου κάθεται στο λαιμό, μου προκαλεί αγανάκτηση ή αντιπάθεια
✦ περιλαίμιο
✦ το ψηλότερο και λεπτότερο μέρος των δοχείων
✦ καθετί παρόμοιο σε σχήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–