λαθρόβιος
Προφορά
Ετυμολογία
λαθρόβιος λαθραίος + βιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λαθρόβιος -ια, -ιο
✦ που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους
✦ (μτφ. ) ύποπτος
✦ (για έντυπο) που έχει μικρή κυκλοφορία, που είναι σχεδόν άγνωστο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–