λαθρεμπορικός
Προφορά
Ετυμολογία
λαθρεμπορικός λαθρέμπορος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λαθρεμπορικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο λαθρέμπορο
✦ ο προερχόμενος από λαθρεμπόριο
✦ ο χρησιμοποιούμενος για λαθρεμπορία: λαθρεμπορικό πλοίο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–