κόμμα


κόμμα
Προφορά

Ετυμολογία
κόμμα αρχαία ελληνική κόμμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κόμμα

✦ μερίδα πολιτών με τις ίδιες πολιτικές ιδέες
✦ οργανωμένη πολιτική ομάδα με πρόγραμμα και επιδίωξη την ανάδειξή της στην κυβέρνηση της χώρας
✦ (γραμμ.) σημείο της στίξης (,) που χωρίζει προτάσεις, όρους προτάσεων, φράσεις κτλ.
✦ (αριθμ.) υποδιαστολή
(μτφ. ) άτομα που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς: έχει κάνει κόμμα με τους αντιπάλους του συνεταίρου του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.