κομμάρα


κομμάρα
Προφορά

Ετυμολογία
κομμάρα κόπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κομμάρα

✦ ατονία, κούραση: αισθάνθηκα μια μεγάλη κομμάρα να με πιάνει, μια γενική εξάντληση (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.