κόκα


κόκα
Προφορά

Ετυμολογία
κόκα μεσαιωνική ελληνική κόκα και κόκκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κόκα

✦ εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου
✦ κρανίο, κεφάλι: θα γεμίσω τα χωριά και τις πολιτείες αφτιά. Να μαθαίνω τι κουδουνάει μέσα στην κόκα του καθενός (Κ. Βάρναλης)
✦ εντομή σε ξύλο ή χάσμα στην κόψη μαχαιριού: καθόμουν στην αυλή κι έκανα κόκες στο ραβδί μου (Π. Πρεβελάκης)
✦ τσέτουλα (βλ.λ.)
✦ καλαμένιο εργαλείο για την ανέλκυση αχινών από το βυθό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.