κυματοδηγός
Προφορά
Ετυμολογία
κυματοδηγός κύμα + οδηγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κυματοδηγός
✦ κούφιος μεταλλικός αγωγός στο εσωτερικό του οποίου διαδίδονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα, με μήκος κύματος όση η διάσταση της εγκάρσιας τομής του αγωγού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–