κυοφορώ
Προφορά
Ετυμολογία
κυοφορώ αρχαία ελληνική κυοφορέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κυοφορώ -είς, -εί
✦ εγκυμονώ
✦ (μτφ. ) έχω στο νου μου, σχεδιάζω: ο στρατός κυοφορεί συνωμοσίες (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φέρω σε λανθάνουσα κατάσταση, εγκλείω: η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους
Συνώνυμα
εγκυμονώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–