κρυόλιθος
Προφορά
Ετυμολογία
κρυόλιθος └γαλλ┘ cryolithe – └αγγλ┘cryolite
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρυόλιθος
✦ ορυκτό του νατρίου και αργιλίου που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία του βωξίτη για την παραγωγή αλουμινίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–