κρυολόγημα


κρυολόγημα
Προφορά

Ετυμολογία
κρυολόγημα κρυολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κρυολόγημα

✦ αρρώστια, ιδ. πνευμονική, που προέρχεται από ψύξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.