κρυψορχία
Προφορά
Ετυμολογία
κρυψορχία κρύπτω + όρχις
Ερμηνεία
κρυψορχία
✦ (ανατ.) διαμαρτία διάπλασης που συνίσταται στην κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή μέσα στο βουβωνικό πόρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–