κρυαμάρα
Προφορά
Ετυμολογία
κρυαμάρα κρύος + κατάλ. -αμάρα (μεγεθυντ. κατάλ. -άρα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κρυαμάρα
✦ ανόητο, σαχλό αστείο: άρχισε πάλι να λέει τις γνωστές κρυαμάρες για τις γυναίκες που τον αγάπησαν τρελά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–