κρυάδα


κρυάδα
Προφορά

Ετυμολογία
κρυάδα κρύο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κρυάδα

✦ το αίσθημα του κρύου, η ψυχρότητα: να βαφτιζόμουν στην κρυάδα του μολυβένιου νερού (Μ. Καραγάτσης)
✦ στον πληθ. κρυάδες, ρίγη, ανατριχίλες: και κρυάδες τρέχαν απάνω του, σαν να ξεδερματίζονταν το κορμί του (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) ανόητο, σαχλό αστείο
✦ φρ. παίρνω την κρυάδα, προσαρμόζομαι απότομα σε μια κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.