κρούση
Προφορά
Ετυμολογία
κρούση αρχαία ελληνική κροῦσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κρούση
✦ χτύπημα
✦ παίξιμο μουσικού οργάνου
✦ (στρατ.) δοκιμαστική τοπική επίθεση
✦ (μτφ. ) δοκιμή για εξακρίβωση προθέσεων, διαθέσεων: έγιναν ορισμένες κρούσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–