κούφωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κούφωμα κουφώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κούφωμα
✦ κοίλωμα, κουφάλα
✦ το άνοιγμα του τοίχου, που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
✦ θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο με το πλαίσιο: για να μπουν τα κουφώματα, θα χρειαστούν ένα σωρό λεφτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–