κουφιοκεφαλάκης


κουφιοκεφαλάκης
Προφορά

Ετυμολογία
κουφιοκεφαλάκης υποκορ. του κουφιοκέφαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουφιοκεφαλάκης

✦ θηλ. κουφιοκεφαλάκισσα ανόητος, ελαφρόμυαλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.