κουφός
Προφορά
Ετυμολογία
κουφός αρχαία ελληνική κωφός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κουφός -ή, -ό
✦ ο στερημένος την αίσθηση της ακοής, που δεν ακούει καλά ή δεν ακούει καθόλου
✦ το ουδ. κουφό ως ουσ., παράδοξο, παλαβό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κουφά