κουλαντρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κουλαντρίζω κατά Ι. Τ. Παμπούκη, └τουρκ┘kullanmak
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κουλαντρίζω
✦ κατορθώνω να επαρκώ στις ανάγκες, τα καταφέρνω
✦ διευθετώ, εξομαλύνω
✦ περιποιούμαι στοργικά
✦ (με αρνητ. σημ.) συνάπτω παράνομες σχέσεις: και παντρεμένη την κουλαντρίζει ο γείτονας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–